πισσώδης

πισσώδης
πισσ-ώδης, [dialect] Att. [pref] πιττ-, εως,
A like pitch,

χρῶμα Arist.HA587a32

; thick as pitch, Thphr.HP3.1.6 ; ὑγρότης ib.1.12.2 : [comp] Sup., ib.9.2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πισσώδης — (pissodes). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές και είναι έντομα ξυλοφάγα. Οι προνύμφες τους προσβάλλουν αποκλειστικά τα ρητινοφόρα δέντρα και προκαλούν ζημιές. Υπάρχουν πολλά είδη π., όπως οπ. του… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • πισσουρανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άμορφη, μαύρη, πισσώδης μορφή τού ουρανίτη, κρυσταλλικού ορυκτού οξειδίου τού ουρανίου, το οποίο αποτελεί ένα από τα κύρια μεταλλεύματα τού ουρανίου με περιεκτικότητα 50% 80% τού στοιχείου αυτού, αλλ. ναστουράνης …   Dictionary of Greek

  • πιττώδης — ῶδες, Α (αττ. τ.) βλ. πισσώδης …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”